- λιποξειδάση
- Ένζυμο που ανήκει στις οξειδοαναγωγάσες και μπορεί να προκαλέσει την οξείδωση των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων. Η λ. ανακαλύφθηκε το 1934 στη σόγια και αργότερα στους σπόρους άλλων φυτών καθώς και στους μυϊκούς ιστούς των ψαριών και των θηλαστικών. Συναντάται σε υψηλές συγκεντρώσεις στα όσπρια.
* * *η(βιοχ.) ένζυμο που προκαλεί την οξείδωση τών λιποειδών.
Dictionary of Greek. 2013.